- αὐστηρότης
- αὐστηρότηςharshnessfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αὐστηρότησι — αὐστηρότης harshness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηρότησιν — αὐστηρότης harshness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηρότητα — αὐστηρότης harshness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηρότητας — αὐστηρότης harshness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηρότητες — αὐστηρότης harshness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηρότητι — αὐστηρότης harshness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐστηρότητος — αὐστηρότης harshness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυστηρότητα — η (AM αὐστηρότης) η ιδιότητα του αυστηρού … Dictionary of Greek